ἐκπορευόμενος

ἐκπορευόμενος
ἐκπορεύω
make to go out
pres part mp masc nom sg
ἐκπορεύω
make to go out
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παστός — Ονομασία που χαρακτήριζε στους αρχαίους Έλληνες τον νυφικό θάλαμο, τον κοιτώνα, το ξόανο του θεού, καθώς και ένα είδος φερέτρου, όπου κατά τη διάρκεια τελετής τοποθετούνταν ο ιερέας που έμελλε να μυηθεί στους ανώτερους βαθμούς, σε ανάμνηση του… …   Dictionary of Greek

  • ՍԿԶԲՆԱՒՈՐ — (ի, աց.) NBH 2 0721 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 10c, 13c ա. Ունօղ զսկիզբն ինչ եւ զպատճառ. սկսեալ. եւ յառաջագայեալ. պատճառեալ, կամ անեղապէս ծագեալ. իբրու προσβαίνων, ἑκπορευόμενος proveniens, productus, procedens. Զարարածոց ասի,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”